κατσιποδιάζω

κατσιποδιάζω
[κατσιποδιά]
1. γίνομαι δύστροπος, δυστροπώ
2. μεμψιμοιρώ χωρίς αιτία, γκρινιάζω χωρίς λόγο
3. (για υποθέσεις εμπορίου, επιχειρήσεων κ.λπ.) αντιμετωπίζω δυσχέρειες
4. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατσιποδιασμένος, -η, -ο
κακορίζικος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”